ἐγχελυωπός

ἐγχελυωπός
ἐγχελῠωπός, όν,
A eel-faced, Luc.VH1.35.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εγχελυωπός — ἐγχελυωπός, όν (Α) αυτός μου έχει όψη χελιού …   Dictionary of Greek

  • ἐγχελυωπόν — ἐγχελυωπός eel faced masc/fem acc sg ἐγχελυωπός eel faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”